- κεγχρίδιον
- κεγχρ-ίδιον (κιχρηδῶν cod.), τό, Dim. of κέγχρος,A grain of seed like millet, Hsch.------------------------------------κεγχρ-ίνης, ὁ,A v. κεγχρίας 11.II a bird, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεγχριδίου — κεγχρίδιον grain of seed like millet neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)